πρωτοταξιδιάρης

πρωτοταξιδιάρης
ο, Ν
ο πρώτος, ο πιο ικανός ή ο πιο φημισμένος ταξιδευτής («είχα αδερφό στην ξενιτιά και πρωτοταξιδιάρη», δημ. τραγούδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”